- βυρσοδεψική
- ηη τέχνη του βυρσοδέψη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βυρσοδεψικῇ — βυρσοδεψικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυρσοδεψική — βυρσοδεψικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυρσοδεψικός — ή, ό (AM βυρσοδεψικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη βυρσοδεψία νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. βυρσοδεψική, η η τέχνη του βυρσοδέψη (αρχ. μσν.) ο χρήσιμος ή ο κατάλληλος για τη βυρσοδεψία … Dictionary of Greek
δερματουργία — η η κατεργασία τών δερμάτων, η βυρσοδεψική … Dictionary of Greek
λευκοδεψία — η βυρσοδεψική μέθοδος κατά την οποία γίνεται κατεργασία δέρματος μέσα σε χλωριούχο νάτριο και στυπτηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκοδέψης (< λευκ(ο) * + δέψης < δέφω «τρίβω, μαλακώνω), πρβλ. βυρσο δέψης] … Dictionary of Greek
ομφακίς — ὀμφακίς, ίδος, ἡ (Μ) [όμφαξ] η κοίλη θήκη τού βαλανιού, τού καρπού τής δρυός, την οποία χρησιμοποιούσαν στη βυρσοδεψική και ως στυπτικό φάρμακο … Dictionary of Greek
περγαμηνή — Δέρμα, συνήθως από πρόβατο, κατεργασμένο κατάλληλα ώστε να χρησιμοποιείται για διάφορες χρήσεις (όπως η βιβλιοδεσία, η μικρογραφία κλπ.), αλλά κυρίως για τη γραφή ή εκτύπωση πολυτελών εκδόσεων. Χειρόγραφη προκήρυξη σε περγαμηνή του Δόγη της… … Dictionary of Greek